- ἀγριότητας
- ἀγριότηςsavagenessfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… … Dictionary of Greek
λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Αττίλας — (5ος αι. μ.Χ.). Βασιλιάς των Ούννων από το 434 έως το 453. Διαδέχτηκε τον Ρουγίλα και μοιράστηκε την εξουσία έως το 442 με τον αδελφό του Βλέδα, που ο ίδιος σκότωσε. Όταν έμεινε μόνος, ένωσε κάτω από την εξουσία του όλες τις λευκές φυλές των… … Dictionary of Greek
Μόργκαν, Λιούις Χένρι — (Lewis Henry Morgan, Ορόρα, Ιλινόις 1818 – Ρότσεστερ 1881). Αμερικανός εθνολόγος. Αφού σπούδασε στο Union College του Σκενέκταντι, εγκαταστάθηκε στο Ρότσεστερ, όπου άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Τα κοινωνιολογικά του ενδιαφέροντα γεννήθηκαν… … Dictionary of Greek
Ντίκενς, Τσαρλς — (Charles Dickens, Λάντπορτ, Πόρτσμουθ 1812 – Λονδίνο 1870). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν ακόμα παιδί όταν εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, μια συγκινητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου βρίσκουμε στον κύριο… … Dictionary of Greek
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek
βασιβουζούκος — ο (λ. τουρκ.) 1. άτακτος στρατιώτης του τουρκικού στρατού, που τρομοκρατούσε τους χριστιανούς με πράξεις αγριότητας: Τράβηξαν πολλά οι Έλληνες της Σμύρνης που έπεφταν σε βασιβουζούκους στα 1922. 2. άνθρωπος αυταρχικός και απείθαρχος: Αυτό το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)